Ήρθαν να μου ευχηθούν.
Είχαν φέρει μαζί και τον γιο τους που τον είχα βαφτίσει.
Το ψυγείο ήταν άδειο, τα ντουλάπια σκονισμένα.
Μόνο νερό μπορούσα να τους προσφέρω.
Είχα πάνω μου δέκα ευρώ.
-Περιμένετε εδώ πάω μέχρι το περίπτερο κι έρχομαι.
-Δεν είναι ανάγκη! Δεν θέλουμε κάτι…
Πήρα το μηχανάκι και πήγα σε ένα κατάστημα που πουλούσε ντόνατς.
Έδωσα πέντε ευρώ και πήρα μερικά.
Το περίπτερο βρισκόταν στη γωνία, δέκα μέτρα μακριά.
-Ας πάρω και τρεις μπύρες με τα ρέστα.
Καβάλησα το μηχανάκι και οδήγησα αντίθετα αυτά τα μέτρα ενώ απαγορευόταν.
Με το που έφτασα, τρεις μηχανές Δίας σταμάτησαν μπροστά μου.
Έξι άτομα κατέβηκαν γρήγορα διψώντας για αίμα.
Εγώ κατέβασα το κεφάλι.
Δεν ήξερα αν μου είχε απομείνει τίποτα για να τους ξεδιψάσω.
-Άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια!
Τα έδωσα χωρίς να πω τίποτα.
Είχα αποδεχτεί το λάθος μου,
τη μοίρα μου,
τη ζωή μου.
-Ωπ, τι βλέπω εδώ; Έχεις και γενέθλια σήμερα πουλάκι μου; Θα σου κάνουμε τώρα ένα δώρο που θα το θυμάσαι…
Θόλωσα. Θύμωσα. Εξερράγην.
Με πήραν μέσα για αντίσταση κατά της αρχής.
Έκανα δυο χρόνια να ξεπληρώσω το πρόστιμο.
Το όργανο της τάξεως είχε δίκιο τελικά.
Ακόμα το θυμάμαι…
Δαμιανός Λαουνάρος