Σε κάποιους αρέσει ο χορός, σε άλλους αρέσει το κολύμπι και σε κάποιους άλλους αρέσει το ποδήλατο. Ο καθένας έχει ένα χόμπι που έχει σχέση αμιγώς με τον αθλητισμό και τον οποίο τον βοηθάει να χαλαρώσει. Εμένα πάλι, μου αρέσει το τρέξιμο! Μου αποβάλλει την υπερένταση της καθημερινότητας και αποτελεί παρόμοια ψυχοθεραπεία κατά την γνώμη μου με το γράψιμο.
Στην αρχή έτρεχα στον διάδρομο του γυμναστηρίου. Μετά ξεκίνησα να τρέχω σε γήπεδο στίβου και στο τέλος άρχισα να τρέχω στο δρόμο έξω, προς άγνωστη κατεύθυνση πάντοτε! Μου άρεσε να τρέχω σε μέρη που δεν τα έχω περπατήσει, που θα μου πρόσφεραν καινούριες εικόνες. Σε μέρη που δεν με γνωρίζει κανείς και που δεν θα με σταματούσαν στο δρόμο για να με χαιρετήσουν κάθε λίγο και λιγάκι. Χανόμουν και το απολάμβανα, μέσα σε ένα πλήθος διερχόμενων αυτοκινήτων που με προσπερνούσαν αδιάφορα ή που ενίοτε με κοιτούσαν από τα παρμπρίζ , σαν κάποιο τρελό που τρέχει μέσα στο καταχείμωνο, πάνω στα στραπατσαρισμένα πεζοδρόμια προσπαθώντας να ξεφύγει από τις ίδιες του τις σκέψεις.
Ένα βράδυ που δεν δούλευα, αρκετά χρόνια πριν, άλλαξα ξαφνικά τις συνήθειες μου. Για άγνωστο λόγο και αιτία, άρχιζα να τρέχω στη γειτονιά που μεγάλωσα. Τώρα που το σκέφτομαι δεν είναι να απορείς που άλλαξα ξαφνικά γνώμη και άρχισα να τρέχω σε στέκια που έχω χιλιοπερπατήσει. Αν τρέχεις δύο, τρεις ή και τέσσερις φορές την εβδομάδα δεν θα σου μείνει κατεύθυνση στο τέλος που να μην έχεις ακολουθήσει. Οπότε ουσιαστικά δεν είχα άλλη επιλογή! Άρχισα να τρέχω σε μέρη που κάθε πλάκα πεζοδρομίου και κάθε γωνιά του δρόμου, έκρυβε μια ανάμνηση της παιδικής μου ηλικίας. Διάφορα περιστατικά του παρελθόντος, έρχονταν σαν αστροπελέκι στο μυαλό μου, θυμίζοντας μου τις νεανικές μου περιπέτειες και δεν καταλάβαινα πως περνούσε η ώρα, καταπίνοντας ακούραστα τα χιλιόμετρα . Ήταν ευεργετικό κατά μία έννοια και με ωθούσε σε μια καλύτερη εκγύμνασή. Άρχισε να μου αρέσει πολύ! Και δεν εννοώ την καλύτερη εκγύμναση αλλά τη γλυκιά νοσταλγία που μου προκαλούσαν αυτές οι αναμνήσεις.
Κάποιες αναμνήσεις έμοιαζαν τόσο μακρινές που πάσχιζα να εξακριβώσω στο κεφάλι μου ενώ έτρεχα, αν έχουν συμβεί πραγματικά ή απλά τις φανταζόμουν. Κάποιες άλλες όμως, ήταν τόσο έντονες και ζωηρές που έμοιαζαν σαν πρόσφατες και μπορούσα σχεδόν να ταυτιστώ με το συναίσθημα που βίωνα όταν λάβανε χώρα το περιστατικό, ακόμα και αν είχαν περάσει δεκαπέντε, είκοσι ή και είκοσι πέντε χρόνια. Μερικές φορές ήταν πολύ περίεργο όταν συνέβαινε αυτό! Υπήρχαν γεγονότα που σου χαράζονταν στη ψυχή χωρίς να το καταλάβαινες και που όταν συνέβαιναν δεν τους έδινες την πρέπουσα σημασία. Ή για να το θέσω καλύτερα, δεν περίμενες πως η θύμησή τους στο μέλλον θα σου προκαλούσε τόσο έντονα συναισθήματα. Αυτό είναι το περίεργο! Ή μάλλον το παράδοξο! Το να αναγνωρίζεις τώρα τι σήμαινε για σένα ένα περιστατικό του παρελθόντος! Τώρα που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό! Τώρα που το σκέφτεσαι και εύχεσαι να το ήξερες για να πάγωνες το χρόνο. Όχι για πάντα! Μονάχα για να κρατήσει λίγο παραπάνω ετούτη η στιγμή! Ίσα ίσα για να χαρίσεις ολοκληρωτικά και ολόψυχα τον εαυτό σου στα πρόσωπα που τη μοιράστηκες. Στα πρόσωπα που κι αυτά σε σημάδεψαν εν αγνοία σου και μπορεί και εν αγνοία τους. Ίσως με αυτό το τρόπο να κατάφερνες να τους δείξεις την ευγνωμοσύνη σου για το πέρασμα που έκαναν από τη ζωή σου…
Άρχισα να τρέχω πιο συχνά. Και για πιο πολλά χιλιόμετρα. Συνειδητοποιούσα μέρα με την μέρα, εβδομάδα με την εβδομάδα, πως βίωνα έναν εθισμό… Είχα εθιστεί να τρέχω στα παλιά μου λημέρια. Στα μέρη που έπαιζα μπάλα, αμπάριζα, κρυφτό, κλέφτες και αστυνόμους. Στα μέρη που μάλωσα, που χτύπησα, που δάκρυσα και έκλαψα. Στα μέρη που καρδιοχτύπησα για πρώτη μου φορά φιλώντας ένα κορίτσι, που δοκίμασα το πρώτο μου τσιγάρο, που ξενύχτησα μέχρι αργά με φίλους μου. Αποφάσισα να τα διασχίσω όλα τρέχοντας προς πάσα κατεύθυνση. Κατέστρωνα πλάνο στο κεφάλι μου ποιες διαδρομές θα ακολουθήσω. Από που θα περάσω, τι να παρατηρήσω, που θα κάνω διάλειμμα για να ξαποστάσω, από που θα γυρίσω. Δεν ήθελα να παραλείψω σημείο της γειτονιάς που να μην έχω περάσει. Και όταν λέω γειτονιά, δεν εννοώ μεμονωμένα μια συγκεκριμένη περιοχή, που φερειπείν καταλαμβάνει ένα ή δύο οικοδομικά τετράγωνα αλλά μια συστοιχία συνοικιών του Πειραιά, ξεκινώντας από τα Καμίνια, περνώντας από το Ρέντη και στη συνέχεια από το Νέο Φάληρο.. Ουσιαστικά επιθυμούσα να τρέξω και να αναμοχλεύσω αναμνήσεις στο σύνολο των συνοικιών που στέγασαν την παιδική και στη συνέχεια την εφηβική μου ηλικία. Κατάφερα έτσι, να παίρνω με τρόπο νοερό, μέρος σε ένα ταξίδι στο παρελθόν ξεδιψώντας τον εθισμό μου με αναμνήσεις γλυκιές και ανέμελες αλλά και κάποιες δυσάρεστες, που όσο ανεξήγητο και να ακούγεται, έπαιρναν και αυτές μια δόση γλυκιάς νοστιμάδας την ώρα που τις συλλογιζόμουν.
Μια μέρα του Δεκέμβρη, πριν από δύο περίπου χρόνια, οι περιπλανήσεις μου με έφεραν μπροστά από το λύκειο που μαθήτευα. Την θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την ημέρα γιατί έμελλε να ήταν αφορμή για τη μεγαλύτερη αναδρομή στο παρελθόν που έχω βιώσει. Δεν είχα ξανά περάσει από το λύκειο, αν και από όλα τα άλλα σχολεία που είχα μαθητεύσει, είχα ήδη προλάβει να περάσω τουλάχιστον μια φορά. Το νηπιαγωγείο, το παλιό 4ο δημοτικό, το καινούριο 4ο δημοτικό που μεταφερθήκαμε αργότερα, το 2ο γυμνάσιο. Ποτέ όμως δεν είχα σταματήσει το τρέξιμο σε κανένα, ούτε καν για να βρω τις ανάσες μου και να ξαποστάσω. Μόλις όμως έφτασα στην πόρτα που στεγαζόταν το 1ο Ενιαίο Λύκειο(νυν γυμνάσιο) σταμάτησα ενστικτωδώς και άρχισα να το παρατηρώ. Ένιωσα μια θέρμη στη ψυχή και ένα είδος νοσταλγίας διαφορετικό που δεν είχε προηγούμενο. Σαν να συναντάς μια παλιά σου ερωμένη την οποία έχεις να δεις χρόνια αλλά πάραυτα έχεις την καλύτερη γνώμη για εκείνη και συνεχίζεις να την ευγνωμονείς! Μόνο έτσι θα μπορούσα να το περιγράψω…
Ήταν λίγες μέρες πριν από την πρωτοχρονιά οπότε το σχολείο ήταν κλειστό και επικρατούσε απόλυτη ηρεμία. Κοίταξα την σιδερένια πόρτα και μου φάνηκε ίδια. Θυμήθηκα τότε, και σχεδόν με έκανα εικόνα μπροστά στα μάτια μου, να την περνάω βαριεστημένα για να πάω στη καθιερωμένη προσευχή πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα.
«Για σκέψου, πόσο αγγαρεία μου φαινόταν μερικές φορές το να βρίσκομαι εδώ; Που να ήξερα πως αυτά που θα με περίμεναν μετά θα ήταν πολύ χειρότερα;» είπα από μέσα μου.
Χαμογέλασα με την αφέλεια μου. Πήγα και κάθισα σε μια παγκάδα απέναντι από την πόρτα και άρχισα παρατηρώ το κτήριο. Προσπαθούσα να διακρίνω, κοιτάζοντας τις συστοιχίες των παραθύρων, τις αίθουσες που έκανα μάθημα. Δεν ήμουν σίγουρος για τις πρώτες τάξεις του λυκείου αλλά κατάφερα να εντοπίσω που βρισκόταν η αίθουσα της Γ1 τάξης. Ώ, αυτή την θυμόμουν με σιγουριά! Ήταν στον δεύτερο όροφο η πρώτη αίθουσα από τα δεξιά. Στο τελευταίο παράθυρο πίσω-πίσω ήταν το θρανίο που ξεκίνησα την τελευταία μου σχολική χρονιά το 2004. Ύστερα από σύντομο χρονικό διάστημα και αφού με πέρασαν με συνοπτικές διαδικασίες από όλα τα θρανία οι καθηγητές μου, κατέληξα στην πρώτη σειρά μπροστά από την έδρα αλλά ευτυχώς και πάλι δίπλα στο παράθυρο. Ήμουν «διάολος» μέσα στην τάξη αλλά κακός μαθητής δεν ήμουν. Αν ήμουν μαθητής στην σημερινή εποχή, σίγουρα θα μου είχαν κολλήσει μια ταμπέλα μαθησιακής δυσκολίας που είναι και της μόδας τώρα τελευταία . Η αλήθεια είναι πως θυμάμαι πολλά από αυτά που διδάχθηκα στη τάξη άρα μου φαίνεται δύσκολο να είχα διάσπαση προσοχής Ίσως υπερκινητικός θα ήταν η γνωμάτευση των ειδικών. Ποιος ξέρει;
Θυμάμαι τον εαυτό μου να μην μπορώ να αφήσω ασχολίαστο κάτι, αν μου φαινόταν αστείο. Αδυνατούσα να αφήσω κουβέντα να πέσει κάτω! Από ψυχαναλυτική σκοπιά αν το δεις, ίσως να με παρακινούσε η ματαιοδοξία του να πω κάτι έξυπνο, κάνοντας του συμμαθητές μου να γελάσουν, εξυψώνοντας με έτσι στα μάτια τους. Από την άλλη, την δική μου σκοπιά, απλά προσπαθούσα να κάνω το μάθημα πιο ευχάριστο για εμένα τον ίδιο, προσθέτοντας λίγες απαραίτητες νότες χιούμορ. Κάποια μαθήματα με τον τρόπο που διεξάγονταν μου φαίνονταν εντελώς ανούσια και αδιάφορα και αν δεν έκανα τα σχόλια μου ή δεν τα διακωμωδούσα λιγάκι, μου φάνταζε μαρτύριο το σαρανταπεντάλεπτο της διδακτικής ώρας. Δεν λέω πως έπραττα σωστά. Είπαμε ήμουν «διάολος»! Σε μαθήματα φερειπείν, όπως η ιστορία ή η νεοελληνική λογοτεχνία ή η έκθεση, (συνήθως) δεν έβγαζα κιχ. Με συνέπαιρναν και προσπαθούσα να καταπιώ κάθε πληροφορία και γνώση. Μόλις όμως έκανα κοινωνιολογία ή Αγγλικά(που ήμουν άριστος), τότε με έβγαζαν έξω με ωριαία αποβολή γιατί δεν βούλωνα το στόμα μου. Καλά, να λέμε την αλήθεια δεν το βούλωνα και σε άλλα μαθήματα και ήμουν αυθεντία στις ωριαίες αποβολές. Αυτό είχε να κάνει με την προτίμηση που είχα ή δεν είχα σε κάποιους καθηγητές. Δυστυχώς έτσι είναι και δεν θα ζητούσα συγγνώμη ούτε σήμερα, μετά από τόσα χρόνια. Ενδεχομένως να ζητούσα από τους συμμαθητές μου που εκείνοι πιθανώς να ήθελαν να παρακολουθήσουν και εγώ να τους εμπόδιζα κάνοντας μια τάξη πουτάνα. Αλλά αφού παραδέχομαι το δικό μου μερίδιο ευθύνης, ας δώσω και το μερίδιο που αναλογεί σε καθηγητές δογματικούς, με μυαλά ποτισμένα σε ένα μεσαιωνικό σκοταδισμό, εκεί που ο μαθητής είναι στρατιώτης και δεν επιτρέπεται να έχει κοινωνική ζωή, απαγορεύεται να φέρνει αντίρρηση, απαγορεύεται να έχει δική του γνώμη, απαγορεύεται να φοράει σκουλαρίκια, δεν πρέπει να έχει τα μαλλιά του χτενισμένα «απρεπώς», να ντύνεται «προκλητικά» κλπ. κλπ. κλπ.
Ο χαρακτήρας πολλών τέτοιων καθηγητών μετέτρεπε το μάθημα σε μια βαθμοθηρία χωρίς τέλος. Σε αυτό βοηθούσαν άθελα τους και οι γονείς μας βέβαια! Οι μαθητές αγωνιούσαμε να γράψουμε καλά στο διαγώνισμα τριμήνου λες και από αυτό εξαρτιόταν η ζωή μας, παραβλέποντας πως ουσιαστικά δεν μαθαίναμε τίποτα και απλά παπαγαλίζαμε τη γνώση χωρίς να την ενστερνιστούμε. Όλα γίνονταν λάθος! Ο τρόπος παράδοσης του μαθήματος δεν αποσκοπούσε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του μαθητή αλλά με τον «βούρδουλα» να του παραφουσκώσει το μυαλό με πληροφορίες χωρίς να νοιάζεται να του εξηγήσει σε τι θα του χρησίμευαν. Στις αρμοδιότητες του μαθητή είναι να μαθαίνει και εφόσον ήσουν μαθητής έπρεπε να υπακούσεις. Αυτό ήταν το δόγμα!
Μια φορά στην πρώτη λυκείου είχαμε διαγώνισμα στην γεωμετρία και μας θυμάμαι σαν πρωτάκια ψαρωμένα, να κουβεντιάζουμε με άγχος δυο εβδομάδες πριν, για το πόσο σημαντικό ήταν να γράψουμε καλά. Το τι μαθαίναμε και αν θα αποστηθίζαμε κάτι στο μυαλό, δεν μας ενδιέφερε. Να γράψουμε καλά μόνο! Να πάρουμε καλό βαθμό στο τρίμηνο, να τον δουν οι γονείς μας, να μας επιβραβεύσουν και να μας ανταμείψουν. Ήρθε τελικά η μέρα και εγώ έγραψα 15. Πάλι καλά γιατί από αυτά που διδάχθηκα δεν έμαθα τίποτα! Για φαντάσου να είχα πάρει 20 και να μην είχα μάθει; Τώρα τουλάχιστον έχω και την δικαιολογία πως αυτές οι 5 μονάδες που με χώριζαν από το άριστα ίσως να έκαναν τη διαφορά… Περιττό να αναφέρω πως στο μάθημα της γεωμετρίας με πετούσε κάθε λίγο και λιγάκι έξω ο καθηγητής. Είχα σπάσει κάθε προηγούμενό μου ρεκόρ…
Τώρα που τα γράφω αυτά, συνειδητοποιώ πως αυτός ο τύπος καθηγητή με τον απαρχαιωμένο τρόπο διδασκαλίας, δεν είναι αυτό που απεχθανόμουν περισσότερο. Ενδόμυχα μέσα μου, αν και μικρός, καταλάβαινα ότι όπως διάφορες δομές της κοινωνίας είναι σάπιες, έτσι και το σχολείο ως υποσύνολο αυτής, έχει τις παρατυπίες του. Αυτό που δεν άντεχα και μου έβγαζε τον επαναστάτη από μέσα μου ήταν άλλο: Ο καθωσπρεπισμός!
Μια φορά στη δευτέρα ή τρίτη λυκείου, κάναμε διάλειμμα και περπατούσα με το κορίτσι που είχα τότε(ο γόης), προς τις σκάλες που οδηγούν στο προαύλιο. Δεν θυμάμαι τι λέγαμε και τι με παρακίνησε αλλά τη σταμάτησα και γύρισα ξαφνικά και την φίλησα στο στόμα (δεν κρατιόταν ο γόης) .Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περάσει η καθηγήτρια της φυσικής και βιολογίας από δίπλα μας. Ήταν μια καθηγήτρια βραχύσωμη με αρκετά κοντό ανάστημα. Από τις ρίζες των μαλλιών ξεπρόβαλαν αμέτρητες άσπρες τούφες προς πάσα κατεύθυνση του κεφαλιού της, που μαρτυρούσαν ότι δεν καταδεχόταν τους μοντερνισμούς που θέλουν τις γυναίκες να καλλωπίζονται. Ήταν μια γυναίκα παλιάς κοπής στην διδασκαλία αλλά μάλλον τέτοια ήταν και η βιοθεωρία της. Έδενε τα μαλλιά της με έναν αυστηρό κότσο που έστεκε σαν φέσι πάνω στην κορφή του κεφαλιού της και την έκαναν να μοιάζει σαν τις χωριατοπούλες που μόλις τελείωσαν το άρμεγμα των ζωντανών. Δεν ξέρω πόσο χρονών ήταν αλλά σίγουρα τα είχε τα χρονάκια της. Να φανταστείτε την είχε πριν από μένα καθηγήτρια και ο μεγαλύτερος αδερφός μου, με τον οποίο έχουμε 13 χρόνια διαφορά! Πρέπει να ήταν με το ένα πόδι στην σύνταξη τότε (αν όχι πουθενά αλλού). Το χειρότερο από όλα, ήταν η τσιριχτή διαπεραστική φωνή που είχε κάνοντας σου επίπληξη, η οποία θα μπορούσε να σπάσει και κρύσταλλο! Σου φώναζε και σε κάρφωνε παράλληλα με εκείνα τα βαθυγάλανα διαπεραστικά μάτια με τρόπο τόσο απειλητικό που ποτέ δεν θα ξεχάσω! Ο συνδυασμός αυτού του βλέμματος και της τσιριχτής φωνής, βγαλμένης από θρίλερ, ήταν αιτία να σου κοπεί η χολή! Φανταστείτε τώρα λοιπόν, να είσαι 16 ή 17 χρονών να φιλάς το κορίτσι σου και να ακούσεις ξαφνικά την φωνή της από πίσω σου. Αναγνωρίζοντας την, το αίμα μου πάγωσε…
«ΛΑΟΥΝΑΡΟ!» τσίριξε.
Ξεκολλήσαμε τα χείλη μας απότομα από τον τρόμο. Την κοιτάξαμε χωρίς να πούμε τίποτα.
« ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΤΕΓΑΣΕΙΣ ΤΙΣ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΣΟΥ ΠΕΡΙΠΤΥΞΕΙΣ! ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΟΥ!» μου είπε και με κοίταξε με ένα βλέμμα βλοσυρό που έμοιαζε με εκείνο του κοριτσιού που πρωταγωνιστούσε στην ταινία του Εξορκιστή. Δεν αστειεύομαι! Με αυτό έμοιαζε!
Δίπλα μου, το κοριτσάκι, είχε κοκκινήσει από ντροπή και με τρεμάμενη φωνή ζήτησε συγγνώμη. Ένιωσα βαθιά συμπόνια για τον ντροπή της αλλά συγνώμη δεν ζήτησα στην καθηγήτρια. Ένα «Μάλιστα» της είπα μοναχά και περίμενα να φύγει και να πάρει από πάνω μου τα μάτια της κούκλας του Σατανά.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα που φάνηκαν για ώρες, πήρε το βλέμμα της από πάνω μας και έφυγε προς το γραφείο των καθηγητών. Αφού συνήλθα από την τρομάρα, για μια στιγμή στο μυαλό μου μέσα, έκανε εντύπωση το ότι μας έκανε παρατήρηση αναφέροντας μόνο το δικό μου όνομα! Λες και η επίπληξη αφορούσε το άτομό μου και μόνο! Αλλά μετά το καλοσκέφτηκα και κατάλαβα γιατί συνέβη αυτό. Το κορίτσι που είχα δίπλα μου ήταν πάρα πολύ καλή μαθήτρια, ώριμο για την ηλικία του και τύπος και υπογραμμός σε όλα! Πολύ εύκολα θα συμπέραινε κάποιος ότι εγώ ήμουν αυτός που την είχα παρασύρει σε «ερωτικές περιπτύξεις». Και έτσι ήταν! Απορώ τι έκανε με εμένα τώρα που το σκέφτομαι… Ίσως να την είχα γοητεύσει τελικά ο γόης…Τι σημασία έχει άλλωστε; Στο τέλος, ούτως ή άλλως, δεν κατάφερα κάτι παραπάνω από να την έχω απογοητεύσει… Τραγική ειρωνεία και λογοπαίγνιο, δύο σε ένα…
Για να επανέλθω στο θέμα, από την ώρα που μου έγινε η παρατήρηση αφήνιασα! Αν δεν σεβόμουν την ντροπή που ένιωθε τότε το κορίτσι, μα το Θεό, όποτε περνούσε η καθηγήτρια αυτή, θα τη φιλούσα συνέχεια μπροστά στα μάτια της. Μου φαινόταν οξύμωρο πως ένα φιλί αποτελούσε «ερωτική περίπτυξη» και πρόσβαλε το ήθος «ετούτου» του σχολείου ενώ παράλληλα καθηγητές «ετούτου» του σχολείου γλυκοκοίταζαν συμμαθήτριες μου. Και λέω γλυκοκοίταζαν γιατί αν πω περισσότερες λεπτομέρειες οι μηνύσεις θα πέσουν σύννεφο…Συμβιβάστηκα τελικά και αποφάσισα να πηγαίνω δεξιά από την είσοδο του Λυκείου, που υπήρχε ένα πλακόστρωτο δρομάκι με συστάδες από ψηλά φυτά και δέντρα. Υπήρχε ένα μέρος, πίσω από ένα δέντρο, που σου παρείχε την τέλεια κάλυψη-απόκρυψη. Ήταν τόσο καλή καβάτζα που το επισκεπτόμουν και εκτός σχολείου. Άρα ουδέν κακόν αμιγές καλού…
Ο καθωσπρεπισμός βέβαια, είχε κι άλλες πτυχές πέρα από την απαγόρευση των «ερωτικών περιπτύξεων». Μια άλλη φορά στη δευτέρα λυκείου μια καθηγήτρια, που υπήρχε αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ μας, έκανε παρατήρηση σε έναν συμμαθητή μου, πως για να παρακολουθήσει το μάθημα της έπρεπε να βγάλει τα σκουλαρίκια που φορούσε. Εκείνος ο συμμαθητής μου είχε όντως πολλά σκουλαρίκια. Αυτό δεν αναιρούσε όμως ότι ήταν ένα έξυπνο και καλοσυνάτο παιδί, όχι από τους πρώτους μαθητές αλλά από αυτούς που είναι αρκετά επιμελείς. Δεν μπορούσε να καταλάβω τι θα πείραζε να παρευρίσκεται στο μάθημα φορώντας τα σκουλαρίκια. Μου φαινόταν ασύλληπτο! Παρόλα αυτά, εκείνος δεν έφερε αντίρρηση και τα έβγαλε. Μέσα στις επόμενες μέρες από αντίδραση και μόνο είχα κάνει κι εγώ τρύπα και μπήκα στο μάθημα φορώντας μια μεταλλική μπάρα στο πάνω μέρος του αριστερού μου αυτιού. Ήμουν σίγουρος πως θα το παρατηρήσει η καθηγήτρια και περίμενα εναγωνίως για αυτό. Άλλωστε θα της έδινα την αφορμή γιατί μας δίδασκε «Αντιγόνη» που ήταν από τα αγαπημένα μου μαθήματα και πάντα συμμετείχα.
«Λαουνάρο γιατί φοράς σκουλαρίκι; Έπεσες κι εσύ θύμα της μόδας της εποχής;» μου είπε με καυστικό ύφος.
«Όχι κυρία. Απλά μου άρεσε και το έβαλα…» απάντησα χαμογελώντας πονηρά, καταλαβαίνοντας ότι πήγαινα τη συζήτηση εκεί ακριβώς που ήθελα.
« Θέλω να το αφαιρείς σε παρακαλώ όταν εισέρχεσαι στην αίθουσα…»
Αυτό ήταν! Δεν θυμάμαι αυτολεξεί τι είπα αλλά θυμάμαι ότι προσπάθησα με ζήλο να δώσω έναν αντιρατσιστικό χαρακτήρα στα λεγόμενα μου. Της έβγαλα έλα λογύδριο με αυστηρό ύφος αραδιάζοντας επιχειρήματα κατά των διακρίσεων και της τόνισα ότι αυτό που ζητούσε, αν όχι αντιεπαγγελματικό, ήταν τουλάχιστον αντιεκπαιδευτικό και ότι δεν υπήρχε κανένας νόμος που να έλεγε ότι ο μαθητής απαγορευόταν να παρακολουθεί το μάθημα επειδή φορούσε σκουλαρίκι ή βραχιόλι ή οτιδήποτε άλλο. Δεν με πέταξε έξω από την τάξη εκείνη την ημερά και ούτε εγώ έβγαλα το σκουλαρίκι. Το έβγαλα μετά από καιρό από μόνος μου! Είχα πετύχει αυτό που ήθελα αλλά οι σχέσεις μου με την καθηγήτρια ψυχράνθηκαν αρκετά. Έκτοτε εάν έκανα κάποιο σχόλιο άσχετο με το μάθημα με πετούσε έξω από την αίθουσα χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Την επόμενη χρονιά που μας δίδασκε νεοελληνικά κείμενα συνεχίστηκε η μεταξύ μας κόντρα. Μια μέρα, εν ώρα μαθήματος μίλησα (χαμηλόφωνα) σε έναν διπλανό μου. «Σκάσε Λαουνάρο!» μου φώναξε. Οι συμμαθητές μου γέλασαν όλοι. Εγώ χαμογέλασα για μια στιγμή, σηκώθηκα και πήγα προς την πόρτα και γύρισα και την κοίταξα. « Σκάσε δεν μου λένε ούτε οι γονείς μου…» της είπα. Άνοιξα την πόρτα, βγήκα από μόνος μου έξω και πήγα στο προαύλιο. Μετά μόλις γύρισα για την επόμενη διδακτική ώρα, είδα ότι δεν μου είχε βάλει απουσία στο απουσιολόγιο. Το πήρα ως αφορμή, και όποτε δεν είχα όρεξη για προστριβές και μάθημα τη ρωτούσα: «Κυρία να βγω έξω χωρίς απουσία να μην σας ζαλίζω;» Δεν μου απαντούσε ποτέ. Εγώ έβγαινα και στις μισές φορές δεν μου έβαζε. Πάραυτα, στις τελικές εξετάσεις έγραψα 19,6 στο μάθημά της! Ήμουν πολύ καλός η αλήθεια είναι! Ήταν η υπεύθυνη καθηγήτρια του τμήματος μου και θα παρέδιδε εκείνη τους βαθμούς αποφοίτησης στο τέλος. Πήγα τότε με τον πατέρα μου, που για πρώτη φορά στη σχολική μου θητεία θα έπαιρνε εκείνος τους βαθμούς, και θυμάμαι να αναθεματίζω την τύχη μου, γιατί φανταζόμουν ότι θα του πει τα χειρότερα για εμένα. Όχι απλά με διέψευσε αλλά με εκθείασε τόσο πολύ και έδωσε τόσο στόμφο στα λεγόμενα της, που τα έλεγε και τα μάτια της φάνηκαν να βουρκώνουν! Ό πατέρας μου άκουγε και μου χάιδευε με υπερηφάνεια το σβέρκο. Κι εγώ είχα συγκινηθεί η αλήθεια είναι αλλά θυμάμαι να απορώ συνάμα. Με συμπαθούσε όντως τόσο και τα έλεγε επειδή τα πίστευε όλα αυτά ή επειδή είχα γράψει σχεδόν άριστα στο μάθημά της, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς; Δεν ρώτησα και δεν έμαθα ποτέ! Εγώ την συμπαθούσα όμως.
Είχε περάσει αισθητά η ώρα αλλά εγώ συνέχιζα να στέκομαι αποχαυνωμένος στην παγκάδα και να σκέφτομαι όσα προανέφερα και άλλα τόσα… Σκανταλιές, παιχνίδια, καλαμπούρια, συμμαθητές, κοπάνες, αλλά και τσακωμούς, βαρετά μαθήματα, κομπλεξικοί καθηγητές… Όλα μου φαίνονταν αθώα! Ακόμα και οι πιο δυσάρεστες αναμνήσεις. Ίσως και να μην ήταν. Σίγουρα όμως, πέραν κάθε αμφιβολίας ήταν ανέμελα!
Η περίοδος του λυκείου έχει κάτι ξεχωριστό σε σχέση με όλες τις άλλες. Έχεις πατήσει για τα καλά πλέον στην εφηβεία και χτίζεις τον σεξουαλικό σου χαρακτήρα, σου παραχωρούν οι γονείς σου περισσότερες ελευθερίες απ’ όταν ήσουν παιδί, αποκτάς περισσότερες ευθύνες αρχίζοντας να σκέφτεσαι το μέλλον σου και κυρίως έχεις άγνοια κινδύνου για το τι σε περιμένει έξω. Όλα αυτά τα πρωτόγνωρα που βιώνεις όμως, τα μοιράζεσαι και αλληλοεπιδράς με μια μερίδα ανθρώπων που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με σένα. Το σχολείο, σαν οίκημα, αποτελεί το δεύτερό σου σπίτι και οι συμμαθητές σου ένα είδος εναλλακτικής «οικογένειας». Κι όπως κάθε σπίτι και κάθε οικογένεια έχει τις δυσλειτουργίες της, έχει όμως και την ζεστασιά, την ασφάλεια και την αίσθηση της οικειότητας. Εγώ για παράδειγμα ακόμα και όταν βαριόμουν πολύ δεν είχα πρόβλημα να πάω στο σχολείο. Το πρόβλημα μου ήταν να μπω στο μάθημα. Ειδικά, κάθε Δευτέρα πρωί που είχα τις δύο πρώτες ώρες Μαθηματικά, έκανα τις περισσότερες κοπάνες με τους κολλητούς μου. Κάποιες φορές πηγαίναμε σε ένα γνωστό τυροπιτάδικο της γειτονιάς και αράζαμε εκεί αλλά τις περισσότερες, κρυβόμασταν σε κάποια γωνιά στο προαύλιο για να μην μας δει κανένας καθηγητής και συζητούσαμε με την ηρεμία μας . Με λίγα λόγια δεν μας πείραζε που βρισκόμασταν στον σχολικό χώρο και νιώθαμε οικεία! Γενικά εγώ δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να μην θέλω να πάω σχολείο! Θυμάμαι όταν ήμουν άρρωστος και καθόμουν στο σπίτι το πρωί, μου φαινόταν περίεργο! Λες και βρισκόμουν σε λάθος μέρος! Ή ακόμα και στις διακοπές, μετά από ένα διάστημα βαριόμουν και ήθελα να επιστρέψω στο σχολείο(όχι στα μαθήματα). Γιατί εκεί μοιραζόμασταν με τους φίλους μου τις ενδόμυχες σκέψεις μας, εκεί θα γελούσαμε, εκεί θα παίζαμε, εκεί θα σπάγαμε τα κεφάλια μας στο μάθημα, εκεί θα σιχτιρίζαμε, εκεί θα τσακωνόμασταν, εκεί θα ερωτευόμασταν. Εκεί επίσης μας πηγαίναν κάθε τόσο εκδρομή! Τι γλυκιά λέξη Θεέ μου! Όλα αυτά τα κάναμε μαζί. Ποτέ μόνοι! Για αυτό η περίοδος του λυκείου, αποτελεί το ξεχωριστό, αναπόσπαστο και γλυκύτερο κομμάτι της ζωής μας.
Σηκώθηκα επιτέλους από την παγκάδα και κοίταξα για τελευταία φορά την γκρίζα σιδερένια πόρτα. Μου φάνηκε παράξενο που με αφορμή το τρέξιμο έπεσα με τα μούτρα σε αμέτρητα Flashback εκείνης της εποχής. Έβγαλα με το κινητό μου μια φωτογραφία το σχολείο εστιάζοντας στα παράθυρα των τάξεων. Την ανέβασα στα social την ίδια στιγμή. Μόλις γύρισα σπίτι, είδα πως μου στείλανε μήνυμα κάποιοι συμμαθητές μου που είχα να επικοινωνήσω χρόνια. Χάρηκα πολύ για αυτό αλλά συνέχισα την μέρα μου κανονικά και άφησα στην άκρη τη νοσταλγία μου για αρκετό καιρό. Μέχρι πριν από λίγες μέρες που επισκέφτηκα το βαφτιστήρι μου.
Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που έχω τους ίδιους φίλους που είχα όταν ήμουν παιδί. Τον κουμπάρο μου τον ξέρω όλη μου τη ζωή, σχεδόν 30 χρόνια, και την κουμπάρα μου σχεδόν 20. Και ότι επισφράγισα αυτήν την φιλία με κουμπαριά, κάνοντας την και συγγένεια, το θεωρώ ευλογία! Καθόμασταν λοιπόν όλοι μαζί στο σαλόνι και ακούγαμε το βαφτιστήρι μου να γκρινιάζει για τα μαθήματα του δημοτικού που είχε να μελετήσει. Μόλις τελείωσε με τις παραινέσεις και την βοήθεια όλων μας, ανοίξαμε ένα μπουκάλι κρασί και αρχίσαμε να αναπολούμε τις κοινές αναμνήσεις που είχαμε από τα μαθητικά χρόνια του λυκείου. Συζητούσαμε, γελούσαμε, νοσταλγήσαμε και συγκινηθήκαμε(εγώ τουλάχιστον).
« Είδες; Παρόλα τα χρόνια που έχουν περάσει νοσταλγούμε αυτές τις στιγμές του λυκείου. Περίεργο…» παρατήρησε ο κουμπάρος μου.
« Είναι η χαμένη αθωότητα της τότε ηλικίας μας που μας κάνει να τη νοσταλγούμε τόσο! » του απάντησα με σιγουριά εγώ.
« Δεν ξέρω ρε φίλε. Τι αθώοι; Είμασταν 17 χρονών τότε. Θεωρούσες τον εαυτό σου αθώο;»
Με προβλημάτισε πολύ αυτή η ερώτησή του. Δεν του απάντησα και άρχισα να τη σκέφτομαι για λίγο. Μετά αλλάξαμε θέμα και συζητήσαμε για άλλα διάφορα και ξεχάστηκα. Την επόμενη μέρα όμως, το πρωί πίνοντας καφέ , ήρθε πάλι στο μυαλό μου εκείνη η ερώτηση. Άρχισα να την επεξεργάζομαι:
«Τι πάει να πει αθώος; Ποιος είμαι εγώ και με ποια ιδιότητα θα κρίνω αν ήμασταν ή όχι αθώοι τότε; Πως προσδιορίζουμε τελικά κάποιον ως αθώο;»
Παρά ήταν περίπλοκο και είχε πολλές προεκτάσεις το θέμα… Είχε δίκιο ο κουμπάρος μου. Δεν ήταν η χαμένη αθωότητα που μας κάνει να νοσταλγούμε εκείνη την εποχή. Άνοιξα ασυναίσθητα το κινητό μου και έψαξα στα social να βρω την φωτογραφία του σχολείου που είχα ανεβάσει πριν δύο χρόνια. Την βρήκα και διάβασα πάλι το post που είχα γράψει τότε:
« Κάπου εκεί στο δεύτερο όροφο, στην αίθουσα Γ1, έχω αφήσει κάποια όνειρά μου…»
Πολλοί συμμαθητές μου, είχαν κάνει Like και κάποιοι άφησαν και σχόλια από κάτω.
«Πιθανώς να είχαν κι αυτοί όνειρα…» σκέφτηκα και ξανά βυθίστηκα στις σκέψεις μου.
Όλοι είχαμε όνειρα εδώ που τα λέμε. Άλλοι μικρά και άλλοι μεγάλα… Κάποιοι τα ακολουθήσαμε και κάποιοι τα αφήσαμε. Κάποιοι προσπαθούμε ακόμα και τώρα γι’ αυτά. Τώρα που το σκέφτομαι, ούτε αυτό που έγραψα τότε ήταν σωστό! Είχα κάνει λάθος! Αυτό που αφήσαμε πίσω είναι άλλο… Την ώρα που βγαίναμε για τελευταία φορά από την πόρτα με το απολυτήριο στο χέρι, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η ανεμελιά έμεινε πίσω, μια για πάντα στο θρανίο μας. Στο τελευταίο μαγικό θρανίο της ζωής μας! Σε αυτό που το άγχος και η στεναχώρια εξανεμιζόταν με ένα αστείο που θα σου έλεγε ο διπλανός σου. Σε αυτό που ένα τυχαίο βλέμμα του παιδικού σου έρωτα από το δίπλα θρανίο, σου έφτιαχνε την μέρα. Σε αυτό που ατένιζες έξω από παράθυρο με τη σιγουριά πως μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο όλο. Δεν είχε σημασία αν θα τον άλλαζες αλλά ότι ένιωθες ικανός γι’ αυτό! Αυτό αφήσαμε και δεν ξαναγυρίζει πίσω. Για αυτό μας προκαλεί την πιο γλυκιά νοσταλγία η ανάμνηση εκείνης της εποχής…
Δαμιανός Λαουνάρος
